βλαί

βλαί
βλαί
Grammatical information: ?
Meaning: βληχή [corr. for βλητη], Λάκωνες H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown; s. βλαγίς

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Βλαίσου — Βλαί̱σου , Βλαῖσος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βλαίσῳ — Βλαί̱σῳ , Βλαῖσος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρυσός — και ῥυσσός, ή, όν, Α γεμάτος ζάρες, γεμάτος ρυτίδες, ζαρωμένος, ρυτιδιασμένος («ῥυσὸς μαστός», Σωρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥῡσός / ῥυσσός ανάγεται, κατά μία άποψη, στο θ. *Fῥῡ με σημ. «τραβώ, ζαρώνω» (πρβλ. ἐρύω [Ι], ῥῡτήρ) και έχει σχηματιστεί με… …   Dictionary of Greek

  • τιθασός — όν, Α 1. (ιδίως για άγρια ζώα) εξημερωμένος και κατοικίδιος 2. (για φυτά) αυτός που με την κηπουρική τέχνη έγινε ήμερος και κηπαίος 3. (για πρόσ.) ευάγωγος, ευπειθής 4. μτφ. εγχώριος, ντόπιος («ὅταν Ἄρης τιθασὸς ὤν φίλον ἕλῃ», Αισχύλ.). επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • τρυσσός — ή, όν, τ. ουδ. και τρυσόν, Α (κυρίως το ουδ.) τρυσσόν και τρυσόν (κατά τον Ησύχ.) «νοσερόν, λεπτόν, ἀσθενές». [ΕΤΥΜΟΛ. < τρύω «καταπονώ, βασανίζω» + επίθημα σός (πρβλ. βλαι σός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”